Το 1966 η Τζένη Καρέζη πείθει το Φίνο να επενδύσει σε μια ιδιαίτερη δουλειά ενός νέου σκηνοθέτη, του Ερρίκου Ανδρέου.
Η Τζένη προσπάθησε αρκετές φορές να ξεφύγει απ΄τα πρότυπα της κινηματογραφικής σταρ και να παίξει σε ταινίες περισσότερο ποιητικές και κουλτουριάρικες. Με συμπρωταγωνιστές τους Φαίδωνα Γεωργίτση και Νότη Περγιάλη και με την έξοχη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, γυρίζει την ταινία “Εκείνος κι Εκείνη” που, δυστυχώς, δεν αγγίζει καθόλου, ούτε καν τους θαυμαστές της. Ο Φίνος, όσο κι αν του κόστιζαν οι φιλόδοξες ιδέες, κάποιων πρωταγωνιστών του, επένδυε σ΄αυτές, κι ας ήξερε από την αρχή πως θ΄αποτύχουν.
Το “Εκείνος κι Εκείνη” γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1966, στο εντυπωσιακό φοινικόδασος στην παραλία Βάι της Κρήτης. Η Τζένη ερμηνεύει μια γυναίκα που έρχεται στο νησί από την πολιτεία, ως δραπέτης της υποκρισίας, της διαφθοράς και της πλήξης. Την ερωτεύεται ένα αγνό χωριατόπαιδο και ζουν μαζί από την αρχή την ιστορία του κόσμου. Όταν όλο αυτό τελειώσει η νεαρή κυρία θα επιστρέψει στα αδιέξοδα της, στην αμαρτωλή πολιτεία και στον κυβερνήτη σύζυγο της.
Παρότι το φιλμ δέχθηκε πολλές αρνητικές και επιθετικές κριτικές, πρόκειται για μια άψογη παραγωγή της Φίνος Φιλμ.Ο Γερμανός διευθυντής φωτογραφίας Καρλ – Χάιντς Χούμμελ έχει αποτυπώσει στην ταινία με τρόπο ανεπανάληπτο μια μορφή του ελληνικού κινηματογράφου στις καλύτερες στιγμές της. Την Τζένη Καρέζη.
Το σενάριο γραμμένο από τον ίδιο το σκηνοθέτη, τον Ερρίκο Ανδρέου (σε συνεργασία με το λογοτέχνη Πάνο Κοντέλη) κάνει λόγο για τη διαφθορά των μεγάλων πολιτειών και φυσικά για τον αγώνα του πολιτισμού μας να ξαναβρεί τη χαμένη του αγνότητα πλησιάζοντας στις ρίζες. Το “Εκείνος κι Εκείνη” δε μας μιλάει για τον έρωτα των δύο νέων.Το πλησίασμα τους είναι κι αυτό συμβολικό και όταν εκείνη μπαίνει στο ματωμένο σεράγι, είναι η σύγχρονη ανθρωπότητα που δεν αντέχει και βυθίζεται κάθε τόσο στην αιματοβαμμένη ιστορία της. Είναι ο πολιτισμός που “θέλει μα δε βολεί” να λησμονήσει, μολονότι ξέρει καλά πως η μηχανή στο τέλος θα καταστρέψει ότι το όμορφο κι ότι το υγιές.
Βέβαια όλα αυτά περνούν σε δεύτερη μοίρα για το θεατή καθώς τα πλάνα της πρωταγωνίστριας κλέβουν την παράσταση. Η πρεμιέρα του φιλμ γίνεται στις 30 Ιανουαρίου 1967 και συγκεντρώνει μόλις 198.551 θεατές στις αίθουσες Α΄προβολής.
Το σάουντρακ της ταινίας δεν κυκλοφόρησε ποτέ στη δισκογραφία, παρότι είναι από τα καλύτερα του ελληνικού κινηματογράφου. Πέρα από τα αριστουργηματικά οργανικά θέματα υπάρχουν και δύο τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου. Το “Έρχεται ο Καλός μου” με τη Βίκυ Μοσχολιού και το “Ξεγυμνώστε τα Σπαθιά” με το Γιάννη Πουλόπουλο.